πρόμαχος

πρόμαχος
Oνομασία μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Παρθενοπαίου και της νύμφης Κλυμένης, που σκοτώθηκε πολεμώντας στη Θήβα. 2. Γιος του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού, που τον σκότωσε ο Πελίας, μετά την αναχώρηση του Ιάσονα προς αναζήτηση του χρυσόμαλλου δέρατος. 3. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Τον σκότωσε ο Οδυσσέας. 4. Γιος του Ηρακλή από την Ψωφίδα, που μετονόμασε τη Φηγεία της Αρκαδίας σε Ψωφίδα για να τιμήσει τη μητέρα του. Υπάρχουν επίσης 2 ονομαστοί αθλητές με το ίδιο όνομα.
* * *
ο, η / πρόμαχος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που μάχεται στην πρώτη γραμμή
2. συνεκδ. υπέρμαχος, υπερασπιστής (α. «πρόμαχος τής ελευθερίας» β. «ὡ διὰ δίκας πόλεων πρόμαχος ὄρνυται», Αισχύλ.)
μσν.-αρχ.
προσωνυμία θεών λ.χ. τής Αθηνάς, τού Ερμού, τού Ηρακλέους και, αργότερα, αγίων που προστάτευαν πόλεις και χώρες («ὀρθοδοξίας πρόμαχος..., Ἀμβρόσιε, ἀνεδείχθης», Μηναί.)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) πίτα που παρασκεύαζαν στην Κρήτη, όταν το βρέφος γινόταν επτά ημερών
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόμαχος
ο προμαχώνας
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ πρόμαχοι
η πρώτη σειρά πολεμιστών («ἐν προμάχοισι φανέντα», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. «πρόμαχον δόρυ» — το δόρυ τού προμάχου, δηλ. τού Ηρακλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. σύμ-μαχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πρόμαχος — fighting before masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόμαχος — fighting before masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόμαχος — ο 1. αυτός που μάχεται μπροστά απ όλους ή ανάμεσα στους πρώτους, ο υπερασπιστής, ο υπέρμαχος: Πρόμαχοι της ελευθερίας. 2. ως κύρ. όν., Πρόμαχος, επίθ. της θεάς Αθηνάς και άλλων θεών: Το άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόμαχον — πρόμαχος fighting before masc/fem acc sg πρόμαχος fighting before neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Προμάχοιο — Πρόμαχος fighting before masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμάχοιο — πρόμαχος fighting before masc/fem/neut gen sg (epic) προμάχομαι fight before pres opt mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Προμάχοις — Πρόμαχος fighting before masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμάχοις — πρόμαχος fighting before masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Προμάχοισι — Πρόμαχος fighting before masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμάχοισι — πρόμαχος fighting before masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”